ἀπό

ἀπό
+ P 909-983-812-790-656=4150 Gn 2,2.3.7.16.17
[τινος]: from, away from (place) Gn 2,22; away from, far from Gn 3,8; from, of (partitive) Gn 2,2; from (metaph.) Ex 1,12; from, after (time) Ex 9,18; beyond 2 Sm 20,5; from, by (instr.) Lv 4,7; from, by (pers.) Gn 6,13; from (source) Gn 8,2; from, by, because of, by reason of Gn 9,11; toward Gn 13,11; before, because of Nm 22,3; of a value of, worth Est 1,7
ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως γυναικός man and woman 1 Ezr 9,40; ἀπ᾽ αἰῶνος of old Gn 6,4; ἀφ᾽ οὗ from the time, since Ex 4,10
see ἀπωτέρω
Cf. GEHMAN 1966=1972 103; LE BOULLUEC 1989 77.85-86.87.155; SOLLAMO 1979 42-43. 89-90; →LSJ
RSuppl; NIDNTT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἁπό — ἀπό , ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπό — ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπο — ἀπό ápa indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • από — πρόθεση, συντάσσεται με ονομαστική και αιτιατική (πολύ σπν., και μονάχα σε ορισμένες φράσεις, με γενική: «από γεννησιμιού», «από χρόνου», «από στραβού διαβόλου» κτλ.) και σημαίνει: 1. κίνηση από τόπο, απομάκρυνση, χωρισμό: Λείπει από το σπίτι. 2 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… …   Dictionary of Greek

  • Ἀπὸ λεπτῆς κρόκης ὁ πᾶς οὗτος πλοῦτος ἀπήρηται. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ λεπτοῦ φασὶ μίτου τὸ ζῆν ἠρτῆσθαι. — См. Висит на нитке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τὸν ὄρθρον ἔφευγεν καὶ ἔμπροσθέν μου λοιτουργίαν εὗρον. — См. Из огня да в полымя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ τῶν ἁπαλῶν ὅνυχων. — См. От младых ногтей …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀπὸ κακοῦ δανειστοῦ, κ’ὰν σακκίον ἀχύρου. — См. От худого должника хоть мякиною бери …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”